κερατέα — κερατέᾱ , κερατέα fem nom/voc/acc dual κερατέᾱ , κερατέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερατέα — Sp Keratėja Ap Κερατέα/Keratea L Atika, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κερατέας — κερατέᾱς , κερατέα fem acc pl κερατέᾱς , κερατέα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατέαν — κερατέᾱν , κερατέα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαι — κερατέα fem nom/voc pl ίᾱͅ , κερατέα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατωνία — κερατωνία, ἡ (Α) το δέντρο κερατέα*, η χαρουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών κερατέα και κερωνία] … Dictionary of Greek
χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… … Dictionary of Greek
κερατία — κερατίᾱ , κερατέα fem nom/voc/acc dual κερατίᾱ , κερατέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κερατίᾱ , κερατία fruit of the carob tree fem nom/voc/acc dual κερατίᾱ , κερατία fruit of the carob tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κερατίᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατίας — κερατίᾱς , κερατέα fem acc pl κερατίᾱς , κερατέα fem gen sg (attic doric aeolic) κερατίᾱς , κερατία fruit of the carob tree fem acc pl κερατίᾱς , κερατία fruit of the carob tree fem gen sg (attic doric aeolic) κερατίᾱς , κερατίας comet masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατίᾳ — κερατίαι , κερατέα fem nom/voc pl κερατίᾱͅ , κερατέα fem dat sg (attic doric aeolic) κερατίᾱͅ , κερατία fruit of the carob tree fem dat sg (attic doric aeolic) κερατίαι , κερατίας comet masc nom/voc pl κερατίᾱͅ , κερατίας comet masc dat sg (attic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)